- ισανάτολος
- ἰσανάτολος, -ον (Α)(για ζώδια και αστέρες) αυτός που ανατέλλει κατά την ίδια χρονική στιγμή, αυτός που χρειάζεται τον ίδιο χρόνο για να ανατείλει.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)-* + ἀνατολή].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἰσανατόλοις — ἰσανάτολος taking the same time to rise masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰσανατόλῳ — ἰσανάτολος taking the same time to rise masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ισ(ο)- — (ΑΜ ἰσ[ο]) α συνθ. λέξεων τής Αρχαίας Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής με μεγάλη παραγωγικότητα που σημαίνει: α) ισότητα ή ομοιότητα προς αυτό που δηλώνει το β συνθ. (ἴσανδρος, ἰσάνθρωπος, ἰσαπόστολος) β) ισοδυναμία ή ισοτιμία τού α προς το β συνθ … Dictionary of Greek
ισανάφορος — ἰσανάφορος, ον (Α) 1. ισανάτολος* 2. αυτός που έχει ίσο ύψος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + ἀναφορά] … Dictionary of Greek